- ποντίζω
- ΝΜΑ [πόντος]βυθίζω στη θάλασσα («οὐδ' ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.)νεοελλ.1. ρίχνω την άγκυρα στη θάλασσα για αγκυροβολία πλοίου σε όρμο ή σε λιμάνι, φουντάρω («πόντισον!»[εκτελεστικό κέλευσμα] άφησε την άγκυρα να πέσει στη θάλασσα)2. (αμτβ.) βυθίζομαι, καταποντίζομαι («ποιος ξέρει σε ποιο στρόφιλο να πόντισα άραγε», Μαλακ.)3. (κυριολ. και μτφ.) κατακλύζω, πλημμυρίζωνεοελλ.-μσν.καταστρέφω, αφανίζω («ὁ κόσμος ἐποντίζετο κι ἡ ἐμὴ γυνὴ ἐστολίζετο», παροιμ. στον Δουκάγγ.).
Dictionary of Greek. 2013.